top of page
Search

Κριτική μυθιστορήματος «Η δημοκρατία, η σιωπή κι ο φασισμός» του Κώστα Τζίρα

  • Writer: ekdoseisstegi
    ekdoseisstegi
  • Jun 15
  • 4 min read

Mέσα από μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα υπόθεση αναδεικνύει μια κοινωνία που περνάει εύκολα από τη δημοκρατία στον φασισμό.


Περιοδικό ΔΙΑΣΤΙΧΟ, Έρικα Αθανασίου: https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/24181-kostas-tziros-i-dimokratia-i-siopi-ki-o-fasismos


Τελευταία ακούμε από διάφορα πολιτικά χείλη ότι «η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα». Ο Κώστας Τζίρας στο μυθιστόρημά του Η δημοκρατία, η σιωπή κι ο φασισμός, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Στέγη, δεν χρησιμοποιεί τσιτάτα, αλλά μέσα από μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα υπό

ree

θεση αναδεικνύει μια κοινωνία που περνάει εύκολα από τη δημοκρατία στον φασισμό και αφήνει τον αναγνώστη να αποφασίσει μόνος του αν υπάρχουν αδιέξοδα στη δημοκρατία.

Η πόλη χωρίς σημασία που θα διαλέξει ο Λέο, ο βασικός ήρωας της ιστορίας, για να μείνει μετά την κληρονομιά των γονιών του, που του επιτρέπει να ζει χωρίς να δουλεύει, είναι η Μεσόπολη. Θέλοντας να ξεφύγει από την ασφυκτική πρωτεύουσα, επιλέγει μια πόλη χωρίς σημασία για να ζήσει – και η ονομασία Μεσόπολη θυμίζει αυτό ακριβώς. Μια μέση πόλη, που θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε, με συνηθισμένους κατοίκους. Από την πρώτη στιγμή όμως που ο Λέο θα βρεθεί στην πόλη, συνειδητοποιεί ότι πρόκειται για μια ιδιαίτερη πόλη με ιδιαίτερους κατοίκους.

Ουσιαστικά η υπόθεση εκτυλίσσεται σε μία μόλις ημέρα. Ο ήρωας φτάνει ξένος στη Μεσόπολη και βρίσκεται αμέσως αντιμέτωπος με παράξενους κατοίκους και ήρεμες καταστάσεις. Καθώς η ημέρα κυλάει, τα πράγματα γίνονται όλο και πιο περίεργα, μέχρι που η κατάσταση ξεφεύγει εντελώς.

Ο Λέο φτάνει στην πόλη με στόχο να μην έχει σχέσεις με κανέναν, αλλά από την πρώτη στιγμή που θα βρεθεί στην πολυκατοικία του θα του ζητηθεί από μια κοπελίτσα να τη βοηθήσει να φτάσει στο ασανσέρ και στο διαμέρισμά της. Σύντομα θα βρεθούν να κουβεντιάζουν στον καναπέ της, ενώ θα δεχτεί κι ένα δώρο καλωσορίσματος. Κι ενώ πρόκειται απλώς για μια έφηβη, η συζήτησή τους γίνεται ουσιαστική και αφορά βαθύτερες έννοιες.

Με διάθεση να απομονωθεί, ο ήρωας βρίσκεται τελικά διαρκώς περιτριγυρισμένος από ανθρώπους που επιδιώκουν την παρέα του. Κι ενώ η πρώτη του αντίδραση είναι να μην ανταποκριθεί στο άνοιγμα συζητήσεων, τελικά η περιέργειά του νικάει και μπλέκεται σε παράξενες συζητήσεις.

Συζητήσεις που κανονικά δεν γίνονται μεταξύ αγνώστων, γίνονται εδώ, χωρίς όμως να ξενίζουν τον αναγνώστη, καθώς κάθε νέο πρόσωπο που εμφανίζεται έχει το δικό του ιδιαίτερο υπόβαθρο από το παρελθόν, που καθορίζει τις πράξεις του. Συναντάμε ενδιαφέρουσες απόψεις για τον σημερινό κόσμο, τον ρόλο των κοινωνικών δικτύων, τα πολιτικά συστήματα, την οικονομική ιεραρχία, την αναγκαιότητα της ύπαρξης πολιτισμού, νόμων, τάξης, εξουσίας, τον ρόλο της τέχνης. Η εξέλιξη του μυθιστορήματος σε συνεπαίρνει και υπάρχουν πάρα πολλά σημεία όπου θέλει κανείς να σταθεί, να σκεφτεί, να προβληματιστεί.

Ο Λέο αισθάνεται ότι διαφέρει από τους περισσότερους ανθρώπους, χωρίς όμως αυτό να τον κάνει να νιώθει ανωτερότητα. Πρόκειται απλώς για μια διαπίστωση. «Κάθε προστριβή με τους πεπειραμένους μύστες της [της βλακείας] θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε κωμικοτραγικό φιάσκο και ήττα».

Οι συζητήσεις και οι ανησυχίες συχνά περιστρέφονται γύρω από τον θάνατο. «Ο Λέο δεν υπήρξε ποτέ εσκεμμένος λάτρης του φόβου, όπως οι περισσότεροι, που τον χρησιμοποιούν ως κατασταλτικό μέσο για να δικαιολογήσουν τις λανθασμένες επιλογές τους. Τι μπορεί να φοβηθεί ένας άνθρωπος, όταν έτσι κι αλλιώς θα πεθάνει;»

Η αυτοκτονία ως επιλογή κυριαρχεί, αφού από τα πρώτα πράγματα που θα εκμυστηρευτούν οι νέοι συνομιλητές του Λέο είναι οι αυτοκτονίες κάποιων δικών τους, ενώ και η πόλη διαθέτει ένα εκπληκτικό νεκροταφείο, με μια ιδιαίτερη ιστορία πίσω από αυτό.

Ο Λέο δείχνει μισάνθρωπος, αλλά τελικά είναι αυτός που νοιάζεται για όλους παραμένοντας άνθρωπος. «Θεωρούσε αυτές τις ηλικίες (εφήβους, παιδιά) αυθάδεις και ανολοκλήρωτες, και πως ανήκαν αποκλειστικά και μόνο στους γονείς τους και στους θεσμούς, ώστε να διαπαιδαγωγηθούν και να αποκτήσουν τις κατάλληλες ενοχές, που θα τους ενέτασσαν στον πολιτισμό». Παρ’ όλα αυτά, θα πάρει υπό την προστασία του τον μικρό παραβατικό Περικλή, που έχει αναπτύξει τη δική του θεωρία γιατί είναι προτιμότερο να ζεις σε ένα πηγάδι, και θα σταθεί δίπλα σε διάφορους νεαρούς βοηθώντας τους, έστω και με κάποια δυσαρέσκεια.

Παράξενη φαίνεται η επιλογή του Λέο να απευθύνεται στον πληθυντικό σε όλους, ό,τι κι αν λέει, ακόμα και στα παιδιά, όπως ίσως και οι λεπτομερείς περιγραφές για το ποιο ακριβώς νερό προτιμάει, καθώς και η αναφορά σε μάρκες κρασιών και είδος επίπλων. Όσο όμως η κατάσταση ξεφεύγει, παρότι εξακολουθεί να φαίνεται παράταιρο για ποιο λόγο ο συγγραφέας θα αναφέρει ότι η σαμπάνια ήταν «Moet & Chandon», μοιάζει συγχρόνως και λογικό, φέρνοντας σε αντίθεση έναν κόσμο και τα σύμβολά του με την κατάρρευση που έρχεται.

Κι ενώ νομίζεις ότι η ιστορία αναφέρεται σε παράξενους χαρακτήρες και σκέψεις που ίσως να έχεις κάνει κι εσύ αλλά δεν έχεις διατυπώσει φωναχτά, ξαφνικά γίνεται ένα από τα μεγαλύτερα τρομοκρατικά χτυπήματα και ο κόσμος αρχίζει να αλλάζει, εκτός κι αν ήταν πάντα έτσι. Έναν δυστοπικό κόσμο, που ίσως όμως είναι ήδη πολύ κοντά σε αυτό που ζούμε, περιγράφει ο συγγραφέας, κάνοντας την ιστορία του ακόμα πιο τρομακτική.

«Κάθε ανθρώπινη αλληλέγγυα πράξη σήμερα τίθεται υπό αμφισβήτηση, λόγω της υφέρπουσας βίας που καραδοκεί. Κανείς πια δεν τολμάει να βρεθεί αντιμέτωπος με μια αποτρόπαια αντίδραση του ευεργετηθέντος, κι έτσι επιλέγουμε όλο και περισσότερο αποστάσεις, συνηθίζοντας την απανθρωπιά μας ως ασφαλές καταφύγιο για την επιβίωσή μας». Η άποψη αυτή διατυπώνεται κάπου στην αρχή και αποδεικνύεται σε διάφορα σημεία του βιβλίου, φτάνοντας στο τραγικό τέλος.

Τι δουλειά έχουν άραγε τα τζιτζίκια σε μια πολιτική ιστορία; Κι όμως, τα τζιτζίκια κυριαρχούν στο βιβλίο. Από τον ήχο κουδουνίσματος ενός τηλεφώνου ως σύμβολα εταιρείας, τρομοκρατικής ομάδας, ως διακοσμητικά, μέχρι έναν όμορφο θρύλο αγάπης που συνδέεται μαζί τους, αλλά και με το αδιάκοπο τραγούδι τους.

Παρά τον όγκο του και τη διατύπωση πλήθους φιλοσοφικών ιδεών, ο τρόπος χρήσης της γλώσσας, η ενδιαφέρουσα ιστορία και οι καλοδουλεμένοι χαρακτήρες κάνουν το κείμενο να ρέει. Άραγε: «Μια κυβέρνηση φασιστών μπορεί να εξουσιάσει μια χώρα με δημοκρατικούς πολίτες;»

«Ο άνθρωπος καταργείται, αυτό είναι το μέλλον»: από τη φράση αυτή ξεκινάει το μυθιστόρημα, για να καταλήξει στον τίτλο του βιβλίου· «…έως τώρα είχε ζήσει τη δημοκρατία, μετά τη σιωπή κι από σήμερα τον φασισμό. Ίσως δεν ήταν και λίγα τελικά».

 
 
 

Comments


  • Facebook
  • Instagram
  • TikTok

© 2035 by Lucia Maigret. Powered and secured by Wix

bottom of page