Κριτική στο The Book's Journal για το βιβίο μας "Υμνοι στη Νύχτα" του Νοβάλις
- ekdoseisstegi
- Jul 23
- 3 min read
The Books' Journal 166. Κριτική του ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ – Η 18η Μπρυμαίρ της Ιένας (Νοβάλις, Ύμνοι στη νύχτα, μετάφραση από τα γερμανικά: Γρηγόρης Βαλατσός, Στέγη, Λαμία 2025)

Η ΝΕΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Αφορμή γι’ αυτό το Σημείωμα είναι η πρόσφατη μετάφραση και έκδοση των «Ύμνων στη Νύχτα» από τον Γρ. Βαλατσό (Εκδόσεις Στέγη, 2025). Νεαρός και φερέλπις ο οίκος με έδρα τη Λαμία, ενώ μεταφραστής και οίκος έχουν δοκιμαστεί στη Μεταμόρφωση του Κάφκα (2025). Ο νέος Νοβάλις είναι μια έκπληξη πολλαπλή: από το σχεδιασμό του εξώφυλλου με το θωπευτικό χρώμα του χαρτιού, την ευανάγνωστη, απλωμένη στη σελίδα γραμματοσειρά το μικρό σε έκταση βιβλίο (ή βιβλιάριον) των 90 σελίδων, μέχρι το συναφές με την τυπογραφική αισθητική γλωσσικό, μεταφραστικό ήθος. Είναι οι όχι σπάνιες πλέων εκπλήξεις από την αφανή, σεμνών χειρονομιών περιφέρεια.
Η έκδοση συνοδεύεται (όσο γνωρίζω είναι η πρώτη δημοσιευμένη) από την χειρόγραφη, έμμετρη μορφή των Ύμνων του 1799. Η απόδοση, όπως στα έμμετρα τμήματα της δεύτερης και οριστικής εκδοχής, είναι σε απελευθερωμένο στίχο, χωρίς δηλαδή την τήρηση της ρίμας. Μικρή ένσταση: ως προηγούμενη χρονολογικά η εκδοχή του 1799 θα έπρεπε να προταθεί της υστερότερης, και όχι να ακολουθήσει, αφού ο αναγνώστης έχει τώρα η δυνατότητα να παρακολουθήσει τα στάδια σύνθεση των Ύμνων. Το δώρημα πάντως είναι μεγάλο.
Από την έκδοση απουσιάζουν, χωρίς να είναι υποχρεωτικά, δύο στοιχεία: Μια κατατοπιστική εισαγωγή (αν αυτής διαβάζουμε ένα σύντομο Εισαγωγικό σημείωμα) και η ομοιοκατάληκτη απόδοση των έμμετρων μερών, ό,τι συναντήσαμε στις προηγούμενες εκδόσεις των Ύμνων. Αν και το ιστορικό των Ύμνων μαζί με την αξία τους την παγκόσμια γραμματεία αναπτύσσονται από τον Αλέξη πολίτη και τον Κώστα Κουτσουρέλη κατατοπιστικά και από διαφορετική κάθε φορά σκοπιά, ωστόσο κάθε έκδοση κρίνεται αυτοτελώς. Από την άλλη μεριά (προσωπική μου κρίση), η απουσία της ρίμας στα λυρικά μέρη των τριών τελευταίων ύμνων διόλου δεν ενοχλεί. ΤΟ μεταφραστικό στοίχημα κρίνεται οπουδήποτε αλλού. Είναι ο εσωτερικός ρυθμός που καθορίζει το ποίημα, που μετατρέπει, εν προκειμένω, το μετάφρασμα σε ποίημα. Κι ακόμη, είναι ο ρυθμός που δίνει το περιεχόμενο, και όχι το αντίστροφο. Η αξία των Ύμνων δεν βρίσκεται στην πρόθεση του Νοβάλις ούτε στην υμνολόγηση της νύχτας και του θανάτου. Η αντίστιξη ημέρα-νύχτα, φως-σκοτάδι κρατά από τον Ηράκλειτο (όπου η νύχτα, σε μια καταπληκτική συνάντηση με τον Νοβάλις αποδίδεται με τον όρο «ευφροσύνη»). Ο Τσέλαν αντιπαράθεσε στο φως το «αντίφως» (Gegenlicht) και στην «αναγκαστική συσκότιση», στις ώρες του πολέμου το «αναγκαστικό φως» (Lichtzwang) του μεταπολέμου. Η αποθέωση του ζοφερού στον γερμανό ρομαντικό έγινε υπόθεση τολμηρών εικόνων και εκφραστικών σχημάτων, γλωσσικής πολυσχιδίας και ηχητικών εκκρούσεων. Από τις ασύλληπτες απανωτές εκρήξεις (υπολογίζουμε ότι τα δύο σχεδιάσματα ετοιμάστηκαν στο διάστημα Δεκεμβρίου 1799 - Φεβρουαρίου 1800) γεννήθηκε ο έναστρος ποιητικός ουρανός, ο ήλιος της νύχτας, ο ευεργετικός θάνατος απέναντι στον αλγεσίδωρο βίο (τον δωρίζοντα άλγη) τον μνησιπήμονα πόνο (η περίφημη έκφραση του Αισχύλου) της ζωής. Αυτό το υπέροχο ποίημα θέλει να μεταφραστεί, επειδή κάθε σπουδαίο έργο τέχνης δημιουργεί και τον αποδέκτη του. Η μετάφραση είναι ένα ποίημα απ’ αφορμής ενός άλλου ποιήματος. Διαβάζω το εγχείρημα του Βαλατσού με την προσοχή εστιασμένη όχι στην ακριβολογία, αλλά στον ρυθμό που φωλιάζει σ’ αυτήν την ιδιότυπη, κατάστικτη από ιριδισμούς πρόζα. Απόσπασμα από τον τέταρτο ύμνο:
«Στο τέλος του έγερνε ο αρχαίος κόσμος. Του νέου γένους ο εύφορος κήπος μαραινόταν –– ψηλά στον ελεύθερο και έρημο τόπο κινούσαν οι πρώιμα γερασμένοι άνθρωποι. Οι θεοί χαθήκαν με την ακολουθία τους –– Μονάχη και άψυχη στεκόταν η φύση. Με σιδερένια αλυσίδα την έδενε ο ισχνός αριθμός και το αυστηρό μέτρο. Σαν μέσα σε σκόνη και αέρα διαλυόταν σε σκοτεινές λέξεις το απροσμέτρητο άνθος της ζωής. Είχε χαθεί η πίστη που εξορκίζει, και η σύντροφος του ουρανού, η φαντασία, που τα πάντα μεταμορφώνει και τα πάντα εξαδελφίζει.»
Ρυθμικός βηματισμός πεζού -την όψη- λόγου που διαβάζεται στιχηδόν. Η διάθεση αυτή διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος της οδοιπορίας του μεγάλου ποιήματος των έξι σταθμών, της ψυχικής και διανοητικής δοκιμασίας του αναγνώστη. Η ίδια εντύπωση σε γενικές γραμμές και στην απόδοση των έμμετρων μερών που θα περιμένουν, ωστόσο, μια δεύτερη επεξεργασία (με πρότυπο τον Νοβάλις). Κρύβει παγίδες ο απελευθερωμένος στίχος. Λιγοστά και τα γλωσσικά ατοπήματα (σειώμενη γη, μες του τόπου…) δεν αναιριύν τη γενική εικόνα του σεβασμού στη γλόσσα, την τροφό της ποίησης, και αντιστρόφων.
Στον οίκο της χτυπούμε την πόρτα για να κατοικήσουμε. Αν μα επιτραπεί. Κατά τα έργα μας θα κριθούμε.
Comments